- μικροκλοπή
- ηκλοπή αντικειμένων μικρής αξίας: Δικάστηκε για μικροκλοπές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροκλοπή — η κλοπή μικρών αντικειμένων ασήμαντης αξίας, μικροκλεψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροκλεψιά — η μικροκλοπή, κλοπή μικροπραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κλεψιά (< κλέπτω)] … Dictionary of Greek